- κρατεύω
- κρᾰτεύ-ω,A = κρατέω, [tense] pf. κεκράτευκα, IG14.1794.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κρατεύω — pres subj act 1st sg κρατεύω pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρατεύω — (Α) [κράτος] (μόνο στον παρακμ. κεκράτευκα) κρατώ … Dictionary of Greek
Κρατεύω — Κρατεύας masc gen sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράτος — Η συνολική οργάνωση μιας κοινωνίας και η υπαγωγή της σε ένα σύστημα δικαίου, το οποίο αφορά έναν συγκεκριμένο λαό και ένα επίσης συγκεκριμένο εδαφικό πλαίσιο. Το κ. συνδέεται πάντοτε με το δίκαιο, που είναι δημιούργημα και δημιουργός του. Η… … Dictionary of Greek
κρατευτής — κρατευτής, ὁ (Α) 1. το κρατευτήριον* 2. στον πληθ. οἱ κρατευταί κομμάτια πέτρας που αποτελούσαν το υπόστρωμα λιθοστρώτου 3. μολύβδινες ράβδοι ορισμένου βάρους ή μεγέθους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κράτος (πρβλ. τελευτή: τέλος) με πιθ. επίδραση τού ρ. κρατεύω … Dictionary of Greek
κρατεῦσαν — κρατέω to be strong pres part act fem acc sg (epic doric ionic) κρατεύω aor part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεγκρατεύεται — πρό , ἐν κρατεύω pres ind mp 3rd sg προεγκρατεύεται , πρό ἐγκρατεύομαι exercise self control pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνεκρατευσάμην — ἐν κρατεύω aor ind mid 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνεκρατευόμεθα — ἐν κρατεύω imperf ind mp 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνεκρατεύετο — ἐν κρατεύω imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνεκρατεύοντο — ἐν κρατεύω imperf ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)